- ολιγόξυλος
- ὀλιγόξυλος, -ον (Α)1. θαμνώδης2. αυτός που αποτελείται από λίγα ξύλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ξύλον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγόξυλος — with little wood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόξυλον — ὀλιγόξυλος with little wood masc/fem acc sg ὀλιγόξυλος with little wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek